- ψήκτρα
- ψήκτρᾱ , ψήκτραcurry-combfem nom/voc/acc dualψήκτρᾱ , ψήκτραcurry-combfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψήκτρᾳ — ψήκτρᾱͅ , ψήκτρα curry comb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… … Dictionary of Greek
ψήκτρας — ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem acc pl ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτραν — ψήκτρᾱν , ψήκτρα curry comb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτραις — ψήκτρα curry comb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτραισιν — ψήκτρα curry comb fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτρην — ψήκτρα curry comb fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήκτρης — ψήκτρα curry comb fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ψήχω*, με επίθημα τήρ*, αλλά εμφανίζει, αντί τού αναμενόμενου αρχ. η τού θ. (πρβλ. ψήκτρα), ᾱ μακρό (βλ. λ. ψήω)] … Dictionary of Greek
ψηκτρίον — τὸ, Α [ψήκτρα] υποκορ. μικρή ψήκτρα, βουρτσάκι … Dictionary of Greek